- σερζ
- το, Νάκλ. (ξεν. λ.) είδος μάλλινου ή μεταξωτού υφάσματος με πυκνή ύφανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. serge < λατ. serica «σηρικό μετάξι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολιακόφ, Σερζ — (Μόσχα 1906 – Παρίσι 1969). Ρώσος ζωγράφος. Εγκατέλειψε την πατρίδα του μετά την επανάσταση και γύριζε πρόσφυγας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ παράλληλα εργαζόταν σε διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα. Το 1923 φτάνοντας στο Παρίσι ενδιαφέρθηκε… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek